πολιορκώ — πολιορκώ, πολιόρκησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πολιορκώ — πολιόρκησα, πολιορκήθηκα, πολιορκημένος 1. αποκλείω με στρατό πόλη ή φρούριο, με σκοπό την κατάληψή του. 2. μτφ., προσπαθώ με κάθε μέσο να πείσω κάποιον να δεχτεί τις προτάσεις μου: Καιρό τώρα την πολιορκεί κι αυτή αρνείται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιορκῶ — πολιορκέω besiege pres subj act 1st sg (attic epic doric) πολιορκέω besiege pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπέφτω — και καταπίπτω (AM καταπίπτω, Μ και καταπέφτω) 1. πέφτω καταγής με ορμή («κατέπεσε από τον τρίτο όροφο») 2. πέφτω κάτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι («πολλά σπίτια κατέπεσαν από τον σεισμό») νεοελλ. 1. μτφ. (για άνεμο, θύελλα, οργή κ.λπ.) ελαττώνομαι,… … Dictionary of Greek
περικάθημαι — και ιων. τ. περικάτημαι Α [κάθημαι] 1. κάθομαι ολόγυρα, περικαθέζομαι* 2. (σχετικά με πόλη) περικυκλώνω, πολιορκώ 3. πολιορκώ από τη θάλασσα, αποκλείω 4. κάθομαι κοντά σε κάποιον ως σύντροφος ή φίλος … Dictionary of Greek
συμπολιορκώ — συμπολιορκῶ, έω, ΝΜΑ [πολιορκώ] πολιορκώ μαζί με άλλους … Dictionary of Greek
αμφιμάχομαι — ἀμφιμάχομαι (Α) 1. επιτίθεμαι με δριμύτητα, πολιορκώ 2. μάχομαι για την υπεράσπιση ή απόκτηση ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + μάχομαι] … Dictionary of Greek
αμφιστρατώμαι — ἀμφιστρατῶμαι ( άομαι) (Α) περικυκλώνω με στρατό, πολιορκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στρατῶμαι < στρατός] … Dictionary of Greek
αντιπολιορκώ — ἀντιπολιορκῶ ( έω) (AM) πολιορκώ αυτόν που με πολιορκεί … Dictionary of Greek
αποκλείω — (AM ἀποκλείω, Α αττ. τ. ἀποκλῄω, ιων. τ. κληίω) 1. περιορίζω κάποιον σε καθορισμένο χώρο, απομονώνω 2. κλείνω έξω, εμποδίζω κάποιον να μπει 3. περιορίζω κάποιον, δεν του επιτρέπω να κάνει κάτι 4. αρνούμαι, απαγορεύω, απορρίπτω 5. (για πόλη ή… … Dictionary of Greek